- ἡμιφῖ
- ἡμι-φῖ, τό, halbes φῖ
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ημίφι — ἡμίφι, τὸ (Α) μουσ. το μισό φι, ο πρώτος στίχος τών σημείων που σημαίνει τη βαρύτατη δύναμη στους φθόγγους … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek